- παλιατζίδικο
- παλιατζίδικο, το το κατάστημα που πουλά παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπωλείο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαιοπωλείο — το το κατάστημα που πουλά παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζίδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)